Λέξη: πιστοποιητικό
Σχετικές λέξεις: πιστοποιητικό
πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, πιστοποιητικό γεννήσεως, πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας, πιστοποιητικό υγείας, πιστοποιητικό υγείας γ ́ κατηγορίας, πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, πιστοποιητικό ενφια, πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας, πιστοποιητικό πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, πιστοποιητικό γλωσσομάθειας, κρατικό πιστοποιητικό γλωσσομάθειας, πιστοποιητικο, πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης, πιστοποιητικό γέννησης, ενεργειακό πιστοποιητικό, κρατικο πιστοποιητικό γλωσσομάθειας, κρατικο πιστοποιητικο, κπγ, κρατικο πιστοποιητικο γλωσσομαθειασ
Συνώνυμα: πιστοποιητικό
γραπτό, σημείωση, πρόχειρο χαρτονόμισμα, απόδειξη, βεβαίωση, πτυχίο, συστατικό
Μεταφράσεις: πιστοποιητικό
πιστοποιητικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
certificate, testimonial, certificate of, a certificate, license, the certificate
πιστοποιητικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
certificación, acta, certificado, partida, testimonio, atestado, certificado de, certificados, el certificado, de certificado
πιστοποιητικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bescheinigung, zertifikat, attest, zeugnis, beurkundung, empfehlung, Zertifikat, Bescheinigung, Zertifikats
πιστοποιητικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acte, certificat, recommandation, hommage, acquit, attestation, témoignage, titre, bulletin, document, diplôme, brevet, certificats, le certificat, certificat de
πιστοποιητικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
certificato, attestato, certificato di, certificati, certificazione
πιστοποιητικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recomendação, certificado, certidão, certificado de, certificados, de certificado
πιστοποιητικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stuk, recommandatie, akte, aanbeveling, uittreksel, bedrijf, getuigschrift, bewijs, certificaat, attest, verklaring
πιστοποιητικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сертификат, удостоверять, поздравительный, сертифицировать, паспорт, удостоверение, свидетельство, характеристика, благодарственный, приветственный, рекомендация, аттестат, отзыв, сертификата, свидетельство о, справка
πιστοποιητικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vitnemål, attest, sertifikat, sertifikatet
πιστοποιητικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
certifikat, intyg, certifikatet, intyget
πιστοποιητικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suositus, todistus, diplomi, arvopaperi, varmistusmenettely, todistuksen, todistusta, varmenteen, todistuksessa
πιστοποιητικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
attest, certifikat, certifikatet, attesten
πιστοποιητικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osvědčení, svědectví, certifikát, vysvědčení, potvrzení, atest, průkaz, certifikátu, osvědčení o
πιστοποιητικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poświadczający, certyfikat, akt, zaświadczenie, upominek, dyplom, dokument, metryka, dyplomować, atest, świadectwo, poświadczenie, certyfikatu, świadectwa
πιστοποιητικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
igazolás, bizonyítvány, tanúsítvány, tanúsítványt, bizonyítványt
πιστοποιητικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tavsiye, belge, sertifika, sertifikası, belgesi, certificate, sertifikanın
πιστοποιητικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
паспорт, вітальний, посвідка, рекомендація, свідоцтво, атестат, сертифікат
πιστοποιητικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
certifikatë, vërtetim, çertifikatë, çertifikata, Certifikata e
πιστοποιητικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
препоръка, сертификат, удостоверение, сертификат за, свидетелство
πιστοποιητικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сертыфікат
πιστοποιητικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tunnustus, aukiri, sertifitseerima, tunnistus, sertifikaat, tõend, sertifikaadi, tunnistuse
πιστοποιητικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
certifikat, uvjerenje, dar, poklon, svjedočanstvo, potvrda, certificate, svjedodžba, certifikata
πιστοποιητικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vottorð, vottorðið, skírteini, skírteinið, skilríki
πιστοποιητικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rekomendacija, pažymėjimas, liudijimas, atestatas, sertifikatas, sertifikatą, sertifikato
πιστοποιητικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apliecība, rekomendācija, ieteikums, sertifikāts, sertifikātu, sertifikāta, sertifikātā
πιστοποιητικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сертификат, сертификатот, уверение, сертификат за, потврда
πιστοποιητικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
recomandare, certificat, certificat de, certificatul, certificatul de, de certificat
πιστοποιητικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
certifikát, potrdilo, certifikat, spričevalo, potrdilo o, certifikata
πιστοποιητικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
certifikát, osvedčenie, osvedčenia, osvedčenie o
Στατιστικά δημοτικότητας: πιστοποιητικό
Τυχαίες λέξεις