Слепок στα ελληνικά

Μετάφραση: слепок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μούχλα, βολή, αντιγράφω, ρίξιμο, επιτελείο, αντίτυπο, αντίγραφο, μάσκα, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask
Слепок στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адски στα ελληνικά - απαίσια, hellishly
  • аккордеонист στα ελληνικά - ακορντεονίστα, ακορντεονίστας, τον ακορντεονίστα, ακκορντεονίστα, ακκορντεονίστας
  • багрянистый στα ελληνικά - μωβ, πορφυροειδής, μοβ, purplish, πορφυρό
  • ворвань στα ελληνικά - πρησμένος, ιχθυέλαιο, κλαίω γοερά, λίπος, το λίπος
Τυχαίες λέξεις
Слепок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μούχλα, βολή, αντιγράφω, ρίξιμο, επιτελείο, αντίτυπο, αντίγραφο, μάσκα, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask