Λέξη: εκούσια
Σχετικές λέξεις: εκούσια
εκούσια αναγνώριση χωρίς γάμο γεννημένου τέκνου, εκούσια έξοδος εταίρου, ακούσια νοσηλεία, εκούσια αναγνώριση τέκνου, εκούσια διαδικασία, εκούσια δικαιοδοσία, εκούσια δικαιοδοσία στο ειρηνοδικείο, εκούσια ορισμός, εκούσια εκκαθάριση, εκούσια και ακούσια
Συνώνυμα: εκούσια
οικειοθελώς, εκουσίως
Μεταφράσεις: εκούσια
εκούσια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
voluntarily, voluntary, deliberate, a voluntary, allowing voluntary
εκούσια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
voluntariamente, voluntaria, forma voluntaria, manera voluntaria, voluntario
εκούσια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freiwillig, freiwilligen, freiwilliger Basis, freiwillige, freiwilliger
εκούσια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénévolement, volontairement, volontaire, plein gré, gré, volontaires
εκούσια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volontariamente, volontaria, spontaneamente, volontario, base volontaria
εκούσια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tensão, voluntariamente, voluntária, voluntário
εκούσια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vrijwillig, vrijwillige, vrijwillige basis, op vrijwillige basis, op vrijwillige
εκούσια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
произвольно, добровольно, добровольной, добровольном, добровольной основе
εκούσια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frivillig, frivillig basis, frivillig å
εκούσια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frivilligt, frivillig, frivillig basis, frivilliga, självmant
εκούσια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vapaaehtoisesti, vapaaehtoista
εκούσια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frivilligt, frivillig, frivilligt at, frivilligt har, frivillig basis
εκούσια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dobrovolně, se dobrovolně, dobrovolné
εκούσια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobrowolnie, własnowolnie, dobrowolne, dobrowolnego, własnej woli
εκούσια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önként, akaratlagosan, önkéntesen, önkéntes, önkéntes alapon, szándékosan
εκούσια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kendi isteğiyle, gönüllü, gönüllü olarak, isteğiyle
εκούσια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
численний, плідний, масивний, великий, плодовитий, добровільно
εκούσια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vullnetarisht, vullnetare, mënyrë vullnetare, vullnetar, në mënyrë vullnetare
εκούσια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доброволно, доброволно да, доброволно се, желание
εκούσια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добраахвотна, дабраахвотна, дабравольна
εκούσια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mahukas, mitmeköiteline, vabatahtlikult, vabatahtliku, vabatahtlik, vabatahtlikkuse
εκούσια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobrovoljno, dragovoljno, se dobrovoljno, svojevoljno, je dobrovoljno
εκούσια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frjálsum vilja, sjálfviljugur, af frjálsum vilja, sjálfviljugir, frjálsum
εκούσια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savanoriškai, noru, savo noru, valia
εκούσια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brīvprātīgi, labprātīgi
εκούσια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доброволно, доброволно се, доброволно да, доброволна, доброволно го
εκούσια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de bunăvoie, voluntar, mod voluntar, în mod voluntar, bună voie
εκούσια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prostovoljno, se prostovoljno, prostovoljni, je prostovoljno
εκούσια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobrovoľne, dobrovoľnom, na dobrovoľnom, dobrovoľné, dobrovoľnom základe
Τυχαίες λέξεις