Случайный στα ελληνικά

Μετάφραση: случайный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυθαίρετος, συγκυρία, επισφαλής, αμυχή, πιθανότητα, πέρασμα, σποραδικός, γρατσουνίζω, περιστατικό, ανεπίσημος, μονός, περαστικός, επεισόδιο, πρόχειρος, παρείσακτος, τυχαίος, τυχαία, τυχαίο, τυχαίας, τυχαίων
Случайный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брюхо στα ελληνικά - στομάχι, συντεχνία, κοιλιά, προκοίλι, κοιλιάς, της κοιλιάς, την κοιλιά, ...
  • выбрасывать στα ελληνικά - ξαπλώνω, εκπέμπω, αναδίνω, εκτινάσσω, κοσμικός, στρώνω, απορρίπτω, ...
  • гнездо στα ελληνικά - στέγαση, φωλιάζω, σχισμή, συστοιχία, σύμπλεγμα, υποδοχή, πρίζα, ...
  • доклад στα ελληνικά - σημασία, νουθετώ, ανακοίνωση, εφημερίδα, αναφορά, εξαγγελία, λογαριασμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Случайный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυθαίρετος, συγκυρία, επισφαλής, αμυχή, πιθανότητα, πέρασμα, σποραδικός, γρατσουνίζω, περιστατικό, ανεπίσημος, μονός, περαστικός, επεισόδιο, πρόχειρος, παρείσακτος, τυχαίος, τυχαία, τυχαίο, τυχαίας, τυχαίων