Λέξη: βραχνός

Σχετικές λέξεις: βραχνός

βραχνός προφήτης στιχοι, βραχνός αεροβόλα, βραχνός κηφισιά, βραχνός παναγιώτης χειρουργός, βραχνός προφήτης, βραχνός προφήτης download, βραχνός αριστείδου 35 πειραιάς, βραχνός παναγιώτης, βραχνός προφήτης εξωφυλλο, βραχνός αλέξανδρος

Συνώνυμα: βραχνός

μεγαλόσωμος, ρωμαλέος, τραχύς, λαρυγγικός, λαρυγγώδης

Μεταφράσεις: βραχνός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hoarse, husky, raucous, throaty, Vrachnos
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ronco, ronca, roncos, áspera
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kräftig, schlittenhund, heiser, heisere, heiseren, heiserer, heiseres
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solide, rêche, tapageur, rauque, voilée, vigoureux, fort, robuste, rugueux, enroué, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
roco, scabro, rauco, rauca, roca, hoarse
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rouco, rouca, roucas, roucos, hoarse
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rauw, schor, hees, hese, schorre, rauwe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эскимос, сильный, лайка, сиплый, детина, хриплый, осипший, осиплый, сухой, рослый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hes, hese
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hes, hesa, hest, hes i
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
remuava, painuksissa, käheä, käheä-ääninen, karhea, käheäksi, hoarse, käheällä, käheyttä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hæs, støtte dem til deres, hæse, hæst
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
halasný, hřmotný, zdatný, drsný, statný, ochraptělý, silný, chraptivý, hlučný, chraplavý, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czerstwy, zachrypły, ochrypły, chrypliwy, chrapliwy, zdrowy, gardłowy, krzepki, hałaśliwy, zachrypnięty, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tokos, héjas, hüvelyes, rekedt, rekedten, rekedtes, rekedtre, érdes
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısık, boğuk, boğuk bir, hoarse
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сухій, сухий, лютій, злою, старий, охриплий, злої, сиплий, злий, хриплий, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ngjirur, ngjirur, i shterrur, shterrur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дрезгав, пресипнал, дрезгаво, прегракнал, дрезгавият
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хрыплы, хрыпаты, ахрыплы, хрыплаваты, грубы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laika, kähe, eskimo, käre, räme, käredahäälne, kähisev, turske, läbilõikav, kähedahäälne, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hrapav, promukao, promukli, promuklo, promuklim, promukla
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hás, hæsi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkimęs, kimus, užkimimo, Chropawy, Charkotliwy
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizsmacis, aizsmakusi, aizsmakušā, aizsmakums, aizsmakumam
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рапав, зарипнат, засипнат, рапаво, засипнатиот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răguşit, răgușit, răgușită, ragusita, ragusit, răgușite
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hripav, hripava, Promukao, do hripavosti, hripavosti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chraptivý, chrapľavý, chrčivý, chraplavý
Τυχαίες λέξεις