Снабженец στα ελληνικά
Μετάφραση: снабженец, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμηθευτής, διανομέας, εργολάβος, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές
Μεταφράσεις
- ассигновать στα ελληνικά - διορίζω, διανέμω, κατανέμω, αποδίδω, αναθέτω, κατανομή, διαθέσει, ...
- выслушивать στα ελληνικά - ακούω, αφουγκράζομαι, ακούστε, να ακούσετε, ακούσετε, ακούσουν, ακούσει
- вытесывать στα ελληνικά - πελεκώ, λαξεύω, HEW, της HEW, για λαξεύω
- добропорядочный στα ελληνικά - έντιμος, Victorian, βικτοριανή, βικτοριανό, Βικτωριανό, βικτοριανού
Τυχαίες λέξεις
Снабженец στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμηθευτής, διανομέας, εργολάβος, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές
Μεταφράσεις: προμηθευτής, διανομέας, εργολάβος, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές