Λέξη: αναπόφευκτα

Σχετικές λέξεις: αναπόφευκτα

αναπόφευκτα στα αγγλικα, αναπόφευκτα συνώνυμα

Μεταφράσεις: αναπόφευκτα

αναπόφευκτα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unavoidably, inevitably, unavoidable, inevitable, will inevitably

αναπόφευκτα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inevitablemente, inevitable

αναπόφευκτα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unvermeidlich, zwangsläufig, unvermeidliche, unweigerlich, unausweichlich, unvermeidbar

αναπόφευκτα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
forcément, inévitablement, obligatoirement, fatalement, nécessairement, inévitable

αναπόφευκτα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inevitabilmente, inevitabile, necessariamente

αναπόφευκτα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inevitavelmente, inevitável

αναπόφευκτα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onvermijdelijk, noodzakelijkerwijs, onherroepelijk

αναπόφευκτα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неизбежно, неминуемо, неизбежностью, обязательно

αναπόφευκτα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uunngåelig, nødvendigvis, uvegerlig

αναπόφευκτα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oundvikligen, oundvikligen att, ofrånkomligen, oundvikligt, nödvändighet

αναπόφευκτα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väistämättä, vääjäämättömästi, väistämättömästi, vääjäämättä, välttämättä, pakostakin

αναπόφευκτα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uundgåeligt, uvægerligt, nødvendigvis, uundgåeligt vil

αναπόφευκτα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nevyhnutelně, nutně, zákonitě, nezbytně

αναπόφευκτα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niechybnie, nieodzownie, nieuchronnie, nieunikniony, w sposób nieunikniony, nieuniknione

αναπόφευκτα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elkerülhetetlenül, óhatatlanul, szükségszerűen, elkerülhetetlen, szükségképpen

αναπόφευκτα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaçınılmaz, kaçınılmaz olarak, kaçınılmaz bir, ister istemez

αναπόφευκτα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неминуче

αναπόφευκτα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
në mënyrë të pashmangshme, mënyrë të pashmangshme, pashmangshme, të pashmangshme, pashmangshmërisht

αναπόφευκτα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неизбежно, неминуемо, неизбежно се, неизменно

αναπόφευκτα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
непазбежна, непазьбежна, непазбежнае

αναπόφευκτα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vältimatult, paratamatult, kindlasti, vältimatu, kahtlemata

αναπόφευκτα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neizbježno, neminovno, nužno, neizostavno, se neizbježno

αναπόφευκτα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óhjákvæmilega, óhjákvæmilega að, óhjákvæmilegt, óumflýjanlega, óhjákvæmilega í

αναπόφευκτα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neišvengiamai

αναπόφευκτα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nenovēršami, neizbēgami, neizbēgami ir, neapšaubāmi

αναπόφευκτα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неминовно, неизбежно, неизбежно се, нужно, неизбежно ќе

αναπόφευκτα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inevitabil, mod inevitabil, în mod inevitabil

αναπόφευκτα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neizogibno, neizbežno, nujno, nedvomno, zagotovo

αναπόφευκτα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nevyhnutne
Τυχαίες λέξεις