Снабжение στα ελληνικά
Μετάφραση: снабжение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέχω, παροχή, παράδοση, προμήθεια, παραλαβή, επίδομα, επιχορήγηση, χορήγηση, μέριμνα, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- диграф στα ελληνικά - δίφθογγος, δίγραμμα, γράφος, διγράφο
- единобожие στα ελληνικά - μονοθεϊσμός, μονοθεϊσμό, μονοθεϊσμού, το μονοθεϊσμό, μονοθεΐα
- жабровидный στα ελληνικά - βραγχιακός, βραγχιακής, βραγχιακό, βραγχιακή, βραγχιακών
- живительный στα ελληνικά - τραγανιστός, ξηρός, τσουχτερός, τονωτικός, ζωογόνο, ζωοποιό, ζωοποιός, ...
Τυχαίες λέξεις
Снабжение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέχω, παροχή, παράδοση, προμήθεια, παραλαβή, επίδομα, επιχορήγηση, χορήγηση, μέριμνα, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Μεταφράσεις: παρέχω, παροχή, παράδοση, προμήθεια, παραλαβή, επίδομα, επιχορήγηση, χορήγηση, μέριμνα, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας