Снадобье στα ελληνικά
Μετάφραση: снадобье, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επανορθώνω, πράμα, ναρκωτικό, αποκαθιστώ, πόση, φίλτρο, ελιξίριο, μαγικό φίλτρο, ζωμός
Μεταφράσεις
- безжизненный στα ελληνικά - βαρετός, πεθαμένος, ξύλινος, μουντός, αναιμικός, ανούσιος, άγευστος, ...
- вскипать στα ελληνικά - καλά, αναβλύζω, πηγάδι, λοιπόν, φούσκα επάνω, φούσκα, αναβλύζουν, ...
- выцветать στα ελληνικά - ξεθωριάζω, αραιώνω, ξεθωριάζει, ξεθώριασμα, fade, εξασθενίζουν, εξασθενίζει
- двойственно στα ελληνικά - διπλάσια, διπλά, διπλής, διπλή, διττώς
Τυχαίες λέξεις
Снадобье στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επανορθώνω, πράμα, ναρκωτικό, αποκαθιστώ, πόση, φίλτρο, ελιξίριο, μαγικό φίλτρο, ζωμός
Μεταφράσεις: επανορθώνω, πράμα, ναρκωτικό, αποκαθιστώ, πόση, φίλτρο, ελιξίριο, μαγικό φίλτρο, ζωμός