Сноп στα ελληνικά

Μετάφραση: сноп, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσουβαλιάζω, δοκός, αχτίδα, δεσμίδα, σωριάζω, καδρόνι, μάτσο, άξονας, δεμάτι, δέσμη, δέσμην φύλλων, sheaf, χειρόβολο
Сноп στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аспирантура στα ελληνικά - σπουδάζω, σπουδές, μελέτη, γραφείο, απόφοιτος του σχολείου, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, Graduate School, ...
  • бесполезно στα ελληνικά - άχρηστος, άχρηστο, άχρηστα, άχρηστη, άχρηστες
  • вопль στα ελληνικά - μουγκρίζω, κλήση, κραυγή, κραυγάζω, στριγκλίζω, στριγγλίζω, αγανάκτηση, ...
  • главенство στα ελληνικά - κυριαρχία, προτεραιότητα, ηγεμονία, υπεροχή, ανωτερότητα, ανωτερότητας, υπεροχής, ...
Τυχαίες λέξεις
Сноп στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσουβαλιάζω, δοκός, αχτίδα, δεσμίδα, σωριάζω, καδρόνι, μάτσο, άξονας, δεμάτι, δέσμη, δέσμην φύλλων, sheaf, χειρόβολο