Λέξη: κατόπιν

Σχετικές λέξεις: κατόπιν

κατόπιν της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας, κατόπιν τούτου, κατόπιν παραγγελίας, κατόπιν συνεννοήσεως, κατόπιν τηλεφωνικής μας επικοινωνίας, κατόπιν τησ τηλεφωνική σ μασ επικοινωνίασ, κατόπιν συνεννόησης, κατόπιν συνώνυμα, κατόπιν παραγγελίας σε 2-3 εργάσιμες ημέρες, κατόπιν εορτής ήκεις

Συνώνυμα: κατόπιν

μετά, αφού, εκείθεν, εντεύθεν, έκτοτε, έπειτα

Μεταφράσεις: κατόπιν

κατόπιν στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subsequently, after, then, on, at, following

κατόπιν στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tras, subsiguientemente, después, después de, después del, luego

κατόπιν στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anschließend, später, hierauf, nach, nachdem, nach dem, nach der

κατόπιν στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
après, ultérieur, ensuite, suivant, derrière, puis, après avoir, après le, après la

κατόπιν στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dopo, poi, dopo la, dopo il, dopo aver, dopo che

κατόπιν στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subsequente, subsequentemente, após, depois, depois de, após a, após o

κατόπιν στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dan, daarop, over, daarna, achter, na, later, achteraf, aan, naderhand, nadat, na het, na de, naar

κατόπιν στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потом, позднее, впоследствии, затем, после, после того, через, за

κατόπιν στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etterpå, etter, etter at, etter å, etter å ha, når

κατόπιν στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sedan, efter, efter att, efter det, när, efter att ha

κατόπιν στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jälkikäteen, myöhemmin, jälkeen, sitten, sen jälkeen, kuluttua

κατόπιν στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
derefter, efter, efter at, når, efter at have

κατόπιν στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nato, poté, pak, po, za

κατόπιν στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
potem, następnie, później, za, gdy, po

κατόπιν στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
következésképpen, után, követően, utáni

κατόπιν στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sonra, sonrası, sonrasında, ardından

κατόπιν στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згодом, потім, після, по

κατόπιν στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sipas, pas, pasi, mbas

κατόπιν στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
след, след като, в

κατόπιν στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адзаду, пасьля, пасля

κατόπιν στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järgnevalt, pärast, peale, pärast seda, järel, kui

κατόπιν στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naknadno, potom, nakon, kasniji, nakon što, poslije, po

κατόπιν στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftir, eftir að, þegar, á eftir

κατόπιν στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
postea

κατόπιν στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
po, po to, kai

κατόπιν στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pēc, pēc tam, kad

κατόπιν στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
по, после, откако

κατόπιν στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
după, dupa, după ce, urma

κατόπιν στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
po, potem, ko, potem ko

κατόπιν στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
následné, po, od, na, počas, v

Στατιστικά δημοτικότητας: κατόπιν

Τυχαίες λέξεις