Соврать στα ελληνικά
Μετάφραση: соврать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μιλώ, ψεύδομαι, κείμαι, ομιλία, στο, να, για, σε, στην
Μεταφράσεις
- булочник στα ελληνικά - φούρναρης, αρτοποιός, Baker, αρτοποιού, Μπέικερ
- возникающий στα ελληνικά - που προκύπτουν, που απορρέουν, απορρέουν, προκύπτουν, προκύπτει
- высокомерно στα ελληνικά - αλαζονικά, αλαζονεία, υπεροπτικά, υπεροψία, αλαζονικό
- джордж στα ελληνικά - Γεώργιος, Γιώργος, George, Γεωργίου, Γιώργο
Τυχαίες λέξεις
Соврать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μιλώ, ψεύδομαι, κείμαι, ομιλία, στο, να, για, σε, στην
Μεταφράσεις: μιλώ, ψεύδομαι, κείμαι, ομιλία, στο, να, για, σε, στην