Согласовывать στα ελληνικά
Μετάφραση: согласовывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμφιλιώνω, συμβιβάζω, κανονίζω, εναρμονίζω, συμφωνώ, εγκαθίσταμαι, εξυπηρετώ, στεγάζω, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безлюдье στα ελληνικά - σπανιότητα, έλλειψη, μοναξιά, μοναξιάς, απομόνωση, τη μοναξιά, η μοναξιά
- брошь στα ελληνικά - πόρπη, καρφίτσα, καρφίτσα καρφίτσα, καρφίτσα με, καρφίτσα για
- генерирование στα ελληνικά - γενιά, παιδί, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
- долгожитель στα ελληνικά - μακράς, μεγάλης, μεγάλων, μεγάλες, μεγάλη
Τυχαίες λέξεις
Согласовывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμφιλιώνω, συμβιβάζω, κανονίζω, εναρμονίζω, συμφωνώ, εγκαθίσταμαι, εξυπηρετώ, στεγάζω, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε
Μεταφράσεις: συμφιλιώνω, συμβιβάζω, κανονίζω, εναρμονίζω, συμφωνώ, εγκαθίσταμαι, εξυπηρετώ, στεγάζω, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε