Λέξη: της]

Σχετικές λέξεις: της]

της ελλάδος τα παιδιά, της κακομοιρας, της γερακινας γιος, της αγαπης μαχαιρια επεισοδιο 1, της ληθης το πηγαδι, της αγαπης μαχαιρια, της αλφα τα ζυμωματα, της alfa τα ζυμωματα, της αγαπης μαχαιρια επεισοδιο 2, της αγαπης αιματα, συνταγες, συνταγες της παρεας, ζωη της αλλης, τα νεα, μυστικα της εδεμ, καφε της χαρας, γιορτη της μητερας, βικιπαιδεια, τράπεζα της ελλάδος, sirina

Μεταφράσεις: της]

της] στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
own, of, the, of the, in, to

της] στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
propio, conceder, poseer, de, del, de la, de los, de las

της] στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eigenes, eigen, eignen, eigene, besitzen, von, der, des, aus, für

της] στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
posséder, reconnaître, allouer, accorder, indépendamment, avoir, avouer, confesser, ah, attribuer, propre, admettre, jouir, concéder, des, de, du, de la

της] στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
possedere, proprio, di, del, della, dei, delle

της] στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
possuir, coruja, peculiar, próprio, pessoal, ter, fruir, mocho, de, da, do, dos, das

της] στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezitten, eigen, van, van de, van het, over

της] στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
владеть, родной, родимый, сознаться, собственный, обладать, иметь, из, от, о, в, по

της] στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eget, av, for, fra, på, over

της] στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
egen, besitta, äga, av, i, för, på, om

της] στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oma, ikioma, omistaa, omata, of, on, ja, annettu, sekä

της] στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eje, egen, have, besidde, af, for, i, på, med

της] στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
doznat, přiznat, uznat, připustit, vlastní, vlastnit, mít, samostatně, z, o, of, ze, ze dne

της] στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyznawać, przyznać, przyznawać, posiadać, własny, z, od, o, w, of

της] στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
saját, a, az, of

της] στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kendi, özel, arasında, bölgesinin, of, bir, ve

της] στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рідний, власний, володіти, з, із, зі, через, из

της] στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zotëroj, vet, i, e, të, nga, prej

της] στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
на, от, за, с, по

της] στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чисты, з, са

της] στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oma, omama, kohta, of, on, ja, ning

της] στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vlastiti, posjedovali, priznati, osobni, posjedovati, od, mjesta, of, o, za

της] στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eiginn, eigin, eiga, af, á, að, í, um

της] στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iš, nuo, apie, d, dėl

της] στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gada, of, no, par, ar

της] στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
на]

της] στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poseda, de, a, din, al, dintre

της] στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
o, od, z, iz, za

της] στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlastni, vlastný, vlastní, z, v, zo, na

Στατιστικά δημοτικότητας: της]

Τυχαίες λέξεις