Соединить στα ελληνικά

Μετάφραση: соединить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσχετίζω, σύμμαχος, θρέφω, ενοποιώ, πλέκω, συνορεύω, κατατάσσομαι, πόρπη, συνδέω, συνδετήρας, κουρεύω, κρίκος, γειτονεύω, συνενώνω, εφάπτομαι, ενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Соединить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бедолага στα ελληνικά - δυστυχής, φτωχός, καημένος, πενιχρός, καταψηφισθείς βουλευτής του οποίου η θητεία δεν έληξε ακόμη, ανήμπορη
  • божеский στα ελληνικά - θεσπέσιος, δίκαιος, θεϊκός, μόλις, θείος, θεία, θεϊκή, ...
  • водобоязнь στα ελληνικά - λύσσα, λύσσας, της λύσσας, τη λύσσα, αντιλυσσικών
  • город στα ελληνικά - πόλη, μητρόπολη, πόλης, της πόλης, την πόλη
Τυχαίες λέξεις
Соединить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσχετίζω, σύμμαχος, θρέφω, ενοποιώ, πλέκω, συνορεύω, κατατάσσομαι, πόρπη, συνδέω, συνδετήρας, κουρεύω, κρίκος, γειτονεύω, συνενώνω, εφάπτομαι, ενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν