Соединиться στα ελληνικά
Μετάφραση: соединиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλέκω, θρέφω, ζαρώνω, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενοποιώ, ενώνω, συνδέω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездействие στα ελληνικά - απραξία, διαχείμαση, αδράνεια, αδράνειας, η αδράνεια, απραξίας
- бойкотировать στα ελληνικά - μαύρος, μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
- бороновать στα ελληνικά - σβάρνα, Harrow, σβάρνας, επιπεδωτήρα, επιπεδωτήρας
- живо στα ελληνικά - ζωηρά, ζωντανά, έντονα, παραστατικά, ανάγλυφα
Τυχαίες λέξεις
Соединиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλέκω, θρέφω, ζαρώνω, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενοποιώ, ενώνω, συνδέω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
Μεταφράσεις: πλέκω, θρέφω, ζαρώνω, κατατάσσομαι, συνενώνω, ενοποιώ, ενώνω, συνδέω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί