Λέξη: δικαιοσύνη

Σχετικές λέξεις: δικαιοσύνη

δικαιοσύνη αγγελάκας, δικαιοσύνη στο βυζάντιο, δικαιοσύνη και ηθική, δικαιοσύνη αποφθέγματα, δικαιοσύνη για όλα τα κορίτσια, δικαιοσύνη ορισμός, δικαιοσύνη γνωμικά, δικαιοσύνη και δικαστική λειτουργία, δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις, δικαιοσύνη παλαιάς διαθήκης

Συνώνυμα: δικαιοσύνη

αμεροληψία, επιείκεια, καθαρά αξία κτήματος, δικαστής, ευθύτητα, ωραιότητα, δικαστική εξουσία, δικαστιήη υπηρεσία, δικαστές, δικαστικό σώμα

Μεταφράσεις: δικαιοσύνη

δικαιοσύνη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
justice, fairness, equity, righteousness, legal

δικαιοσύνη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
justicia, equidad, hermosura, juez, la justicia, de justicia, justicia de

δικαιοσύνη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kulanz, richter, justiz, gerechtigkeit, recht, Gerechtigkeit, Justiz, Rechts, des Rechts, gerecht

δικαιοσύνη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impartialité, arbitre, juge, justice, neutralité, équité, objectivité, la justice, de justice, judiciaire, de la justice

δικαιοσύνη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giustizia, giudice, la giustizia, della giustizia, di giustizia

δικαιοσύνη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
juiz, apenas, somente, só, justiça, a justiça, de justiça, da Justiça, Justice

δικαιοσύνη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
billijkheid, rechter, gerechtigheid, richter, justitie, rechtvaardigheid, rechtspleging, recht

δικαιοσύνη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лояльность, юстиция, справедливость, правосудие, чистота, управа, судья, юстиции, правосудия, справедливости

δικαιοσύνη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rettferdighet, dommer, rett, retten, rettferdigheten, rettferdighetens

δικαιοσύνη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domare, rättvisa, Justice, justitie, rättslig prövning, rättsliga

δικαιοσύνη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuomari, reiluus, oikeudenmukaisuus, oikeuteen, oikeus-, oikeudenmukaisuuden, oikeus

δικαιοσύνη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dommer, retfærdighed, Justice, domstolene, Domstol er der

δικαιοσύνη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spravedlnost, nestrannost, soudce, slušnost, právo, práva, spravedlnosti, Justice, soudnictví

δικαιοσύνη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
godziwość, zasadność, sprawiedliwość, sądownictwo, sędzia, piękność, sprawiedliwości, Justice, wymiaru sprawiedliwości

δικαιοσύνη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korrektség, szépség, méltányosság, becsületesség, igazságosság, igazságszolgáltatás, jog érvényesülésén alapuló, a jog érvényesülésén alapuló, a jog érvényesülésén

δικαιοσύνη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hak, yargıç, adalet, Justice, adaleti, adaletin, yargı

δικαιοσύνη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
своєчасний, чесність, справедливість, справедливості

δικαιοσύνη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
drejtësi, drejtësisë, drejtësia, i drejtësisë, e drejtësisë

δικαιοσύνη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
правосъдие, справедливост, правосъдието, Европейските общности, справедливостта

δικαιοσύνη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
справядлівасць, справядлівасьць, справядлівасці

δικαιοσύνη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nägusus, õigusemõistmine, õiglus, heledanahalisus, õigluse, õigusel rajaneva, õigusel rajanev ala, õigus

δικαιοσύνη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sudac, pravednost, pravosuđe, pravičnost, pravda, pravosudnih, pravde, Justice, pravdu

δικαιοσύνη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæfa, réttlæti, dómsmál, réttur, réttlætis, réttlætið

δικαιοσύνη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
aequitas, iustitia

δικαιοσύνη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisėjas, teisingumas, teisingumo, teisingumą, teisingumo erdvė, teisingumo erdvę

δικαιοσύνη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tiesnesis, taisnīgums, tiesiskums, tiesiskuma telpu, tiesiskuma telpa, tiesiskuma telpas

δικαιοσύνη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
правдата, судијата, правда, за правда, лицето на правдата, правниот

δικαιοσύνη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
judecător, dreptate, justiție, justiției, justiția, dreptatea

δικαιοσύνη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
právo, pravice, pravičnost, pravosodje, pravosodja, pravičnosti

δικαιοσύνη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
právo, spravodlivosť, spravodlivosti, spravedlivosť, rovnosť

Στατιστικά δημοτικότητας: δικαιοσύνη

Τυχαίες λέξεις