Сооружать στα ελληνικά

Μετάφραση: сооружать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπόι, αναστηλώνω, ανάστημα, κατασκευάζω, κορμοστασιά, οικοδομώ, ορθώνω, πισινός, ανεγείρω, χτίζω, κοσμικός, ξαπλώνω, ανατρέφω, στρώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Сооружать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атомизм στα ελληνικά - ατομισμό, ατομισμός, ατομισμού, ατομικισμό, τον ατομισμό
  • бизань στα ελληνικά - ιστός της πρύμης, Mizzen, οπίσθιος ιστός
  • болеутоляющий στα ελληνικά - αναλγητικός, αναλγητικό, αναλγητική, αναλγητικές, αναλγητικού, αναλγητικά
  • дырка στα ελληνικά - τρύπα, οπή, οπής, οπών, τρύπας
Τυχαίες λέξεις
Сооружать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπόι, αναστηλώνω, ανάστημα, κατασκευάζω, κορμοστασιά, οικοδομώ, ορθώνω, πισινός, ανεγείρω, χτίζω, κοσμικός, ξαπλώνω, ανατρέφω, στρώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει