Λέξη: ανωτερότητα

Σχετικές λέξεις: ανωτερότητα

ανωτερότητα συνώνυμα, φυλετική ανωτερότητα, αποφθέγματα ανωτερότητα, ανωτερότητα λεξικό, ανωτερότητα ορισμός, ανωτερότητα ελληνικής γλώσσας, ανωτερότητα - ειρήνη μερκούρη

Συνώνυμα: ανωτερότητα

υψηλοφροσύνη

Μεταφράσεις: ανωτερότητα

ανωτερότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
superiority, supremacy, superior, superiority of, the superiority

ανωτερότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
superioridad, precedencia, la superioridad, superioridad de, de superioridad

ανωτερότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übermacht, überlegenheit, Überlegenheit, Vorsprung, Vorteil, überlegen, Übermacht

ανωτερότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
supérieur, suprématie, prépondérance, supériorité, avantage, la supériorité, une supériorité, supériorité de, de supériorité

ανωτερότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
superiorità, la superiorità, di superiorità, una superiorità

ανωτερότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
superioridade, a superioridade, de superioridade, superiority, superioridade de

ανωτερότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
superioriteit, overwicht, superieur, de superioriteit, superioriteit van

ανωτερότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
превосходство, старшинство, предпочтение, первенство, перевес, преимущество, преобладание, превосходства, превосходстве

ανωτερότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overlegenhet, overlegne, overlegen, fortrinn

ανωτερότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överlägsenhet, överlägsenheten, överlägsen, överlägsna, överlägset

ανωτερότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylivoima, ylemmyys, erinomaisuus, paremmuus, paremmuudesta, paremmuuden, paremmuutta

ανωτερότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overlegenhed, overlegen, overlegne, overlegenhed i

ανωτερότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadřízenost, převaha, nadřaděnost, nadřazenost, nadřazenosti, převahu, převahy

ανωτερότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyższość, starszeństwo, przewaga, przewyższanie, wyższości, przewagę, przewagi

ανωτερότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fölény, fölénye, fölényét, felsőbbrendűség, felsőbbrendűségét

ανωτερότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üstünlük, üstünlüğü, üstünlüğünü, üstünlüğünün

ανωτερότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перевагу, перевага, зверхність, вищість

ανωτερότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
epërsi, superioritetit, superioritetin, superioriteti, superioritet

ανωτερότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
превъзходство, превъзходството, предимство, надмощие

ανωτερότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перавагу, перавага, перавагі

ανωτερότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üleolek, paremus, paremust, üleolekut, paremuse, üleoleku

ανωτερότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
superiornost, nadmoć, superiornosti, nadmoći, nadmoćnost

ανωτερότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirburði, yfirburðir, á yfirburði, yfirburða

ανωτερότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pranašumas, pranašumą, pranašumo, viršenybė, pranašesnis

ανωτερότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārākums, pārākumu, pārākuma, pārsvars

ανωτερότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
супериорноста, супериорност, надмоќ, супериорност во, супериорност на

ανωτερότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
superioritate, superioritatea, superiorității, de superioritate, o superioritate

ανωτερότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
superiornost, večvrednosti, superiornosti, premoč, nadpovprečnost

ανωτερότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prevaha, dominancia, previsu, previs
Τυχαίες λέξεις