Сопротивляться στα ελληνικά
Μετάφραση: сопротивляться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессовестный στα ελληνικά - αδιάντροπος, άτιμος, ασύστολος, ξετσίπωτος, ασυνείδητος, ασυνείδητοι, ασυνείδητου
- выщипывать στα ελληνικά - μαδώ, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει
- гипертрофия στα ελληνικά - υπερτροφία, υπερτροφίας, υπερτροφία του, υπερτροφίας του, υπερτροφία της
- грохот στα ελληνικά - μπουμπουνίζω, πάταγος, βρυχώμαι, βροντές, θόρυβος, κοσκινίζω, προσκρούω, ...
Τυχαίες λέξεις
Сопротивляться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Μεταφράσεις: εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί