Λέξη: πήζω

Σχετικές λέξεις: πήζω

πήζω slang, εκ πήζω, παίζω συνώνυμα, πήζω μετάφραση, πήζω english, πήζω γιαούρτι, πήζω τυρί

Συνώνυμα: πήζω

σβολιάζω αίμα, τυροποιούμαι, τυρώνω, παίρνω σχήμα, παγώνω, σβολιάζω χώμα, πηγνύομαι, πηγνύω, συμπηγνύω

Μεταφράσεις: πήζω

πήζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thicken, curdle, clot, jell, curd, congeal

πήζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espesar, cuajar, grumo, engrosar, espesarse, cuajarse, coagularse, cuaje, cuajar la

πήζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gerinnen, koagulieren, klumpen, pfropf, klümpchen, gerinnt, curdle, Gerinnung, zu gerinnen

πήζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
figer, motte, concentrer, cailler, coaguler, grumeau, épaissir, caillot, réduire, s'épaissir, condenser, cailler le, faire cailler, caille, se cailler

πήζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grumo, coagulo, addensare, coagulare, cagliare, curdle, cagliare il, caglio

πήζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
densamente, gordo, engrossar, coalhar, coagular, curdle, coalho, talhar

πήζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdikken, aandikken, stremmen, schiften, stollen, schift, te stremmen

πήζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подтверждать, ветошь, загустеть, темнеть, участок, комок, тромб, учащаться, свернуться, густеть, сгущаться, утолщаться, затуманиваться, расти, утолститься, оцепенеть, свертываться, свернется, свертывают, свертывается

πήζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
curdle, skille seg, løpe sammen

πήζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
curdle, ISA, YSTA, stelna

πήζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tollo, hyytyä, klimppi, asettua, piimiä, juosta, kierryt, curdle

πήζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stivne, koagulere, koaguleringstid, at koagulere

πήζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ztuhnout, zhušťovat, tuhnout, sraženina, zesílit, srazit, chuchvalec, zahustit, srazit se, srážení, srážet

πήζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
grubieć, zgęstnieć, grudka, pogrubiać, ścinać, gęstnieć, zagęścić, zsiadać, krupić, zakrzep, pogrubić, skrzep, gruzeł, zagęszczać, zakrzepnąć, curdle, koagulacji, czyż zsiąść, czyż zsiąść się, czyż zsiąść się nie

πήζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vércsomó, rög, megalvad, megfagy, alvadási, megalszik

πήζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesilmek, donduracak, pıhtılaştırmak, donduracak bir, pıhtılaşmak

πήζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ускладнюватися, згорнутись, грудка, дрантя, супитися, згортати, згущати, темніти, згорнутися, згустіться, заціпнути, застигти, рости, згортатися, згортатись, згущуватися, свертиваться, згорнеться

πήζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pritem, ngrin, të ngrin, llaç, përfunduar si llaç

πήζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пресичам, коагулирам, съсирвам, подквасвали, подквасвам

πήζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згортвацца, згусаць

πήζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
klomp, hüübima, tarduma, kämp, paksendama, kalgendama, Tahkuda, Juoksettua, Juoksettaa, kalgenduda

πήζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grudica, loptica, zbiti, podebljati, ugrušak, odebljati, zgrušati, usiriti

πήζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
curdle

πήζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stingti, krekėti, Susukamos, sukrekėti, Sarūgt

πήζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sarūgt, sastingt, sarecēšana, sakupt, sarecēt

πήζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подквасвам

πήζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coagula, coaguleze, se coaguleze, închega, prinde

πήζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Zgrušati

πήζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zraziť, srazit, klopať, naraziť
Τυχαίες λέξεις