Сотрудник στα ελληνικά

Μετάφραση: сотрудник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιωματικός, μέλος, επίσημος, συνάδελφος, φιλαράκος, ταίρι, τύπος, συνεργάτης, στέλεχος, τσιράκι, ζευγαρώνω, άντρας, ύπαρχος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
Сотрудник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бурность στα ελληνικά - τραχύτητα, ταραχή, αναταραχή, αναταράξεις, αναταραχής, στροβιλισμού
  • вылечить στα ελληνικά - γιατρεύω, επουλώνομαι, αλατίζω, καπνίζω, παστώνω, επουλώνω, θεραπεύω, ...
  • дыра στα ελληνικά - νοίκι, ενοίκιο, πλήττω, σχίζω, δάκρυ, τρύπα, ενοικιάζω, ...
  • жилистый στα ελληνικά - νευρώδης, νευρικό, συρμάτινος, νευρικός, νευρώδες
Τυχαίες λέξεις
Сотрудник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιωματικός, μέλος, επίσημος, συνάδελφος, φιλαράκος, ταίρι, τύπος, συνεργάτης, στέλεχος, τσιράκι, ζευγαρώνω, άντρας, ύπαρχος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο