Спаять στα ελληνικά
Μετάφραση: спаять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρέφω, ενοποιώ, πλέκω, ζαρώνω, κολλώ, συνενώνω, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возбуждаться στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, ενθουσιάζονται, πάρετε ενθουσιασμένος, να πάρετε ενθουσιασμένος, πάρει συγκινημένος, παίρνουν συγκινημένοι
- выложить στα ελληνικά - κοσμικός, στρώνω, παχουλός, αντιπροσωπεύω, ξαπλώνω, τροφαντός, πληρώνω, ...
- вынимать στα ελληνικά - παίρνω, πεζεύω, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει
- гравитация στα ελληνικά - βαρύτητα, έλξη της βαρύτητος, βαρύτητας, έλξης, της βαρύτητας
Τυχαίες λέξεις
Спаять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρέφω, ενοποιώ, πλέκω, ζαρώνω, κολλώ, συνενώνω, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
Μεταφράσεις: θρέφω, ενοποιώ, πλέκω, ζαρώνω, κολλώ, συνενώνω, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων