Λέξη: πλακάκι

Σχετικές λέξεις: πλακάκι

πλακάκι αίματος, πλακάκι wpc εξωτερικού χώρου, πλακάκι μπάνιου, πλακάκι απομίμηση ξύλου, πλακάκι κουζίνας, πλακάκι εξωτερικού χώρου, πλακάκι wpc, πλακάκι πέτρα, πλακάκι γρανίτης, πλακάκι ψηφίδα

Συνώνυμα: πλακάκι

κέραμος, καραμίδι

Μεταφράσεις: πλακάκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tile, tiles, and tile, tiled, floors
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
azulejo, baldosa, teja, baldosas, baldosas de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kachel, dachziegel, decken, fliese, Fliese, Ziegel, Kachel, Dachziegel, Platte
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tuile, carreau, carreler, carreaux, carrelage, tuiles
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tegola, mattonella, piastrella, piastrelle, mattonelle, piastrella in
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
telha, firmemente, azulejo, ladrilho, azulejos, tile
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tichel, tegelsteen, tegel, plavuis, tegels, tile, dakpan
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кафель, черепица, облицовывать, плитка, изразец, цилиндр, плитки, каменный
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
takstein, flis, fliser, tile, flise, flisen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kakel, plattor, tile, sida vid sida, bricka
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lattialaatta, kaakeloida, laatta, kaakeli, laattojen, tile, laatan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flise, fliser, flisen, klinker, tile
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kachlička, obkládačka, taška, dlaždice, obkladačka, Deska, obkladačské, dlažba
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
taflować, tafelka, płytka, kafel, tafla, dachówka, płytki, płytek, Płytka
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cserép, csempe, tábla, lapka, burkolólap
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karo, kiremit, çini, fayans, karosu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
черепиця, черепичний, плитка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pllakë, tjegull, pllakave, pllaka
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плочка, керемида, плочки, теракот, керемиди
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плітка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
plaat, kivi, sillutuskivi, plaatide, tile, kivimaja, tükkide
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
crijep, kalj, opeka, grnčarski, naslov, keramički, pločica, pločice, ploča, pločicama
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flísar, Tile, flísum, Flísaleggja, flís
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čerpė, plytelių, plytelės, čerpių, blokelis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
flīze, flīžu, flīzes, dakstiņi, podiņu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плочка, плочки, ќерамида, плочката, плоча
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
țiglă, Placi, faianta, Placi de, tigla
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plošča, ploščice, ploščic, tile, strešnik, ploščica
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dlaždice, dlaždica

Στατιστικά δημοτικότητας: πλακάκι

Τυχαίες λέξεις