Спешка στα ελληνικά

Μετάφραση: спешка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάκρυ, τρέχω, σπεύδω, βιάζομαι, ορμή, πιέζω, σχίζω, σκίζω, βιασύνη, πρεσάρω, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής
Спешка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аффект στα ελληνικά - εκζήτηση, επιτήδευση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
  • детерминант στα ελληνικά - καθοριστικός, ορίζουσα, καθοριστή, καθοριστικός παράγοντας, καθοριστικό παράγοντα
  • диалектик στα ελληνικά - διαλεκτικός φιλόσοφος, διαλεκτικός, διαλεκτικού
  • диаметр στα ελληνικά - ολική, διαμέτρημα, διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου, με διάμετρο
Τυχαίες λέξεις
Спешка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάκρυ, τρέχω, σπεύδω, βιάζομαι, ορμή, πιέζω, σχίζω, σκίζω, βιασύνη, πρεσάρω, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής