Λέξη: απαισιοδοξία

Σχετικές λέξεις: απαισιοδοξία

αισιοδοξία συνώνυμο, απαισιοδοξία συνώνυμα

Μεταφράσεις: απαισιοδοξία

απαισιοδοξία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pessimism, a severe, was a severe, pessimistic, pessimism of

απαισιοδοξία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pesimismo, el pesimismo, pesimista, pesimismo de

απαισιοδοξία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pessimismus, Pessimismus, pessimistisch, der Pessimismus

απαισιοδοξία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pessimisme, le pessimisme, de pessimisme, pessimiste, un pessimisme

απαισιοδοξία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pessimismo, il pessimismo, di pessimismo, del pessimismo

απαισιοδοξία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pessimismo, o pessimismo, pessimism, do pessimismo, de pessimismo

απαισιοδοξία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pessimisme, zwaartillendheid, het pessimisme, pessimistisch, pessimisme van, pessimistische

απαισιοδοξία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пессимизм, пессимизма, пессимизм буквально, пессимизмом

απαισιοδοξία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pessimisme, pessimismen, pessimistiske, pessimistisk

απαισιοδοξία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pessimism, pessimismen, pessimistisk, pessimistiska

απαισιοδοξία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pessimismi, Pessimistisyys, pessimismin, pessimismiä, pessimismiin

απαισιοδοξία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pessimisme, Pessimismen, Pessimism, sortsyn

απαισιοδοξία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pesimismus, škarohlídství, Špatná nálada, pesimismu, pesimismem, pesimismus podle

απαισιοδοξία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pesymizm, zwątpienie, pesymizmu, pessimism, pesymizmem

απαισιοδοξία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
borúlátás, pesszimizmus, pesszimizmust, a pesszimizmus, pesszimizmusa, pesszimizmusra

απαισιοδοξία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kötümserlik, karamsarlık, kötümserliği, pessimism, kötümserliğin

απαισιοδοξία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
песимізм, пессимизм, песимізму

απαισιοδοξία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pesimizëm, pesimizmi, pesimizmit, se pesimizmi, e pesimizmit

απαισιοδοξία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
песимизъм, песимизма, песимизмът, на песимизма

απαισιοδοξία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
песімізм, пэсымізм

απαισιοδοξία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pessimism, pessimismi, pessimismile, pessimismiks, pessimismiga

απαισιοδοξία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pesimizam, pesimizma, pesimizmom, pesimizmu, u pesimizmu

απαισιοδοξία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svartsýni, og svartsýni, svartsýnin, bölsýni

απαισιοδοξία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pesimizmas, Pesimizmas aplankė, pesimizmo, pesimizmą, pesimistinį

απαισιοδοξία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pesimisms, pesimismu, pesimisma, pesimismam

απαισιοδοξία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
песимизам, песимизмот, на песимизмот, песимизам се, песимизам во

απαισιοδοξία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pesimism, pesimismul a, pesimismul, pesimismului, de pesimism

απαισιοδοξία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skepse, pesimizem, pesimizma, pessimism, črnogledost, pesimizmom

απαισιοδοξία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skepse, pesimizmus, pesimismus, pesimizmu
Τυχαίες λέξεις