Спиртовка στα ελληνικά

Μετάφραση: спиртовка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλκοολικός, spiritlamp
Спиртовка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ампутировать στα ελληνικά - ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
  • безглазый στα ελληνικά - αόμματος, Eyeless, τους Eyeless, τυφλοί, οι Eyeless
  • гренландия στα ελληνικά - Γροιλανδία, Γροιλανδίας, της Γροιλανδίας, τη Γροιλανδία, η Γροιλανδία
  • группировать στα ελληνικά - ομάδα, συγκρότημα, σύμπλεγμα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, ...
Τυχαίες λέξεις
Спиртовка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλκοολικός, spiritlamp