Сплачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: сплачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσμεύω, πεδικλώνω, δένω, βιβλιοδετώ, ενώνω, κατατάσσομαι, ενοποιώ, συνενώνω, συνδέω, συλλαλητήριο, ράλι, αγώνα, αγώνας, rally
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспорядочность στα ελληνικά - αταξία, πάθηση, κυκεώνας, διαταραχή, παραζάλη, παρατυπία, ανωμαλία, ...
- боливийка στα ελληνικά - Βολιβίας, της Βολιβίας, Βολιβιανός, Βολιβιανό, βολιβιανή
- депортация στα ελληνικά - απέλαση, απέλασης, απέλασή, την απέλαση, η απέλαση
- забыться στα ελληνικά - υπνάκος, ξεκουραστείτε, να ξεκουραστείτε, λίγο ο ύπνος, νυστάζετε, για λίγο ο ύπνος
Τυχαίες λέξεις
Сплачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσμεύω, πεδικλώνω, δένω, βιβλιοδετώ, ενώνω, κατατάσσομαι, ενοποιώ, συνενώνω, συνδέω, συλλαλητήριο, ράλι, αγώνα, αγώνας, rally
Μεταφράσεις: δεσμεύω, πεδικλώνω, δένω, βιβλιοδετώ, ενώνω, κατατάσσομαι, ενοποιώ, συνενώνω, συνδέω, συλλαλητήριο, ράλι, αγώνα, αγώνας, rally