Λέξη: διασκεδάζω
Σχετικές λέξεις: διασκεδάζω
διασκεδάζω μετάφραση, διασκεδάζω και μαθαίνω τα γράμματα, διασκεδάζω εντυπώσεις, διασκεδάζω συνώνυμα, διασκεδάζω ορισμός, διασκεδάζω αντιθετο, διασκεδάζω ετυμολογία
Συνώνυμα: διασκεδάζω
γλεντώ, παίζω, επιδεικνύω, επιδεικνύομαι, ευθυμώ, παιχνιδίζω, εξαπατώ, γοητεύω, παραπλανώ, αναδημιουργώ, δίδω αναψυχή, λαμβάνω αναψυχή, φιλοξενώ, περιποιούμαι
Μεταφράσεις: διασκεδάζω
διασκεδάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amuse, disport, revel, gallivant, beguile, entertain
διασκεδάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recrear, divertir, distraer, revel, deleitarse, deleitan, se deleitan, deleitarán sin duda
διασκεδάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vergnügen, belustigen, amüsieren, zerstreuen, feiern, schwelgen, revel, zu schwelgen, schwelgen Sie
διασκεδάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amuser, égayer, amusez, arrêter, divertir, amusons, réjouir, désennuyer, amusent, se délecter, délecter, délectez, revel
διασκεδάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
svagare, divertire, distrarre, intrattenere, baldoria, divertirsi, dilettano, si dilettano, revel
διασκεδάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divertir, recrear, orgia, revel, deleitar, se deleitam
διασκεδάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderhouden, opvrolijken, amuseren, zwelgen, genieten, geniet, revel
διασκεδάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потешиться, резвиться, увеселить, смешить, потешать, позабавить, забавляться, потешаться, забавлять, развлекать, увеселять, развлечь, тешить, развлекаться, веселить, упиваться, наслаждаться, упиваются, оттянуться, пировать
διασκεδάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
underholde, kalas, fråtse, nyt, fryde, fryde seg
διασκεδάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
roa, frossa, njuter, frossar, njut, revel
διασκεδάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hauskuuttaa, leikkiä, telmiä, hauskuttaa, huvittaa, naurattaa, hurvitella, nauti, nauttimaan, nauttivat, Revel
διασκεδάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svælge, svælger, at svælge
διασκεδάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozesmát, zabavit, pobavit, bavit, těšit, hýřit, libují, libují si, si libují, libovat
διασκεδάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozweselać, rozerwać, rozbawiać, przerywać, rozbawić, przerwać, śmieszyć, zabawiać, rozśmieszać, ubawić, biesiada, poszaleć, rozkoszować, revel, szaleć
διασκεδάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mulatság, kedvét, élvezze, a mulatság, mulatozás
διασκεδάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cümbüş, mest, alem, eğlenmek, keyfine varın
διασκεδάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розважатися, розподіляти, розважати, розважити, розважте, впиватися, упиватися, тішитися, упиваются
διασκεδάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
argëtohem, të argëtohem, zbavitje, argëtim, gosti e shfrenuar
διασκεδάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пир, наслаждавам, се наслаждавам, гуляя, пирувам
διασκεδάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
упівацца, ўпівацца, цешыцца, піць слодыч
διασκεδάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vallatlema, lõbustama, pillerkaar, nautisin, nautima, nautige, pralle
διασκεδάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zanimati, pir, uživajte, zabavljati, zabavljati se, uživamo
διασκεδάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
revel
διασκεδάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mėgautis, ūžauti, pramogos, puotavimas, linksminimasis
διασκεδάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzdzīvot, priecājies, dzīres, priecājies par, nodoties
διασκεδάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уживаат, лумпуваат, развратниот, опивам, уживајте
διασκεδάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
petrece, revel, se distra, distracție
διασκεδάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
revel, uživali, odkrijte, Terevenka
διασκεδάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hýriť, vynikať
Τυχαίες λέξεις