Сплутовать στα ελληνικά
Μετάφραση: сплутовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλπο, ξεγελώ, τρικ, εξαπατημένοι, εξαπάτησε, εξαπατηθεί, πέσουν θύματα απάτης, εξαπατήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- водонепроницаемый στα ελληνικά - αδιάβροχος, αδιάβροχο, αδιάβροχη, αδιάβροχα, αδιάβροχες
- вправление στα ελληνικά - αναγωγή, περιστολή, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
- вразнобой στα ελληνικά - discordantly
- дозорный στα ελληνικά - ανιχνεύω, περιπολία, δότης, ανιχνευτής, πρόσκοπος, περίπολος, περιπολίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Сплутовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλπο, ξεγελώ, τρικ, εξαπατημένοι, εξαπάτησε, εξαπατηθεί, πέσουν θύματα απάτης, εξαπατήσει
Μεταφράσεις: κόλπο, ξεγελώ, τρικ, εξαπατημένοι, εξαπάτησε, εξαπατηθεί, πέσουν θύματα απάτης, εξαπατήσει