Спор στα ελληνικά

Μετάφραση: спор, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπληκτίζομαι, καυγάς, διένεξη, διαφορά, καυγαδίζω, διεκδικώ, κωπηλατώ, γέρνω, μάχομαι, καβγάς, σειρά, μάχη, συζήτηση, λογομαχία, επιχείρημα, φιλονικία, διαμάχη, διαφοράς, διαφορών
Спор στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бондарня στα ελληνικά - βαρελοποίια, βαρελοποιείο, βαρελάδικα, βαρελοποιία, βαρελοποιίας
  • ванна στα ελληνικά - μπάνιο, μπανιέρα, σαπιοκάραβο, λουτρό, μπανιέρα με
  • вожак στα ελληνικά - αρχηγός, ξεναγός, ξεναγώ, οδηγός, καθοδηγώ, ηγέτης, πετεινός, ...
  • выточенный στα ελληνικά - καλοδιατυπώμενος
Τυχαίες λέξεις
Спор στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπληκτίζομαι, καυγάς, διένεξη, διαφορά, καυγαδίζω, διεκδικώ, κωπηλατώ, γέρνω, μάχομαι, καβγάς, σειρά, μάχη, συζήτηση, λογομαχία, επιχείρημα, φιλονικία, διαμάχη, διαφοράς, διαφορών