Λέξη: κατασκοπεία

Σχετικές λέξεις: κατασκοπεία

κατασκοπεία στην ελλάδα, κατασκοπεία υπολογιστή, κατασκοπεία ή κατασκοπεία, κατασκοπεία στην αρχαία ελλάδα, τσέχοι κατασκοπεία, πάγκαλος κατασκοπεία, βιομηχανική κατασκοπεία, ελληνική κατασκοπεία, κατασκοπεία κινητού, κατασκοπεία συνώνυμα

Συνώνυμα: κατασκοπεία

κατασκοπεύων

Μεταφράσεις: κατασκοπεία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
espionage, spying, intelligence, spy, of espionage
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espionaje, de espionaje, el espionaje, del espionaje
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spionage, Spionage, der Spionage
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
espionnage, l'espionnage, d'espionnage
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spionaggio, di spionaggio, lo spionaggio, dello spionaggio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espionagem, de espionagem, a espionagem, espionage
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spionage, van spionage, spionageactiviteiten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шпионаж, шпионство, шпионажа, шпионаже, шпионская, шпионажем
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spionasje, Espionage, spion
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spionage, spioneri, spion
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
urkinta, vakoilu, vakoilusta, vakoilun, vakoilua, vakoilulta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spionage
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyzvědačství, špehování, špionáž, špionáže, špionážní, špionáži, Espionage
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szpiegostwo, wywiad, szpiegostwa, espionage, szpiegostwem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kémkedés, kémtörténetek, kémkedéssel, a kémkedés, kémkedést
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
casusluk, Casus, Espionage, casusluğu, espiyonaj
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шпіонаж, шпигунство, шпионаж
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
spiunazh, spiunazhi, spiunazhit, spiunazhin, spiunazhi i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шпионаж, шпионажа, шпионска, шпионажът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпіянаж, шпіянажы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
luure, spionaaž, spionaaži, spionaažis, pealtkuulamise, pealtkuulamise eest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
špijunaža, špijunaže, špijunažu, Špijuniranje, špijunaža je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
njósnir, njósnum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
špionažas, šnipinėjimas, šnipinėjimo, šnipinėjimu, šnipinėjimą, Szpiegostwo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spiegošana, spiegošanu, spiegošanas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шпионажа, шпионирање, за шпионажа, шпионажата, шпионска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spionaj, de spionaj, spionajului, spionajul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vohunstva, vohunstvo, vohunjenje, špijonaža, vohunjenja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
špionáž, špionáže, zo špionáže, spionaz
Τυχαίες λέξεις