Способный στα ελληνικά
Μετάφραση: способный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, προικισμένος, δικαστικός, επιτήδειος, ταλαντούχος, ήχος, κατάλληλος, επιρρεπής, φωνή, δικανικός, έξυπνος, γερός, ικανό, ικανή, ικανά, ικανές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благозвучный στα ελληνικά - ηχηρός, ευφωνικός, ευφωνική
- благоразумный στα ελληνικά - νουνεχής, εχέμυθος, ξεμέθυστος, λογικός, νηφάλιος, διακριτικός, χρηματοκιβώτιο, ...
- встряхивать στα ελληνικά - τραντάζω, κουνώ, σαλεύω, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ...
- диссонирующий στα ελληνικά - παράφωνος, παράφωνες, ασύμφωνος, διάφωνα, παράφωνο
Τυχαίες λέξεις
Способный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, προικισμένος, δικαστικός, επιτήδειος, ταλαντούχος, ήχος, κατάλληλος, επιρρεπής, φωνή, δικανικός, έξυπνος, γερός, ικανό, ικανή, ικανά, ικανές
Μεταφράσεις: ικανός, προικισμένος, δικαστικός, επιτήδειος, ταλαντούχος, ήχος, κατάλληλος, επιρρεπής, φωνή, δικανικός, έξυπνος, γερός, ικανό, ικανή, ικανά, ικανές