Προικισμένος στα ρωσικά
Μετάφραση: προικισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
способный, одаренный, талантливый, даровитый, одаренным, одаренных, одаренные
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προικισμένος
προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα, προικισμένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, προικισμένος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- προθυμία στα ρωσικά - живость, желание, оживленность, упорство, соизволение, рвение, бойкость, ...
- προικίζω στα ρωσικά - жертвовать, наделять, облечь, завещать, облекать, наделить, оделять, ...
- προικοδότηση στα ρωσικά - пожертвование, наделение, дар, вклад, дарование, надел, фонд, ...
- προκαλώ στα ρωσικά - разубедить, сомневаться, вызвать, мотив, обусловить, натворить, побуждать, ...
Τυχαίες λέξεις
Προικισμένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: способный, одаренный, талантливый, даровитый, одаренным, одаренных, одаренные
Μεταφράσεις: способный, одаренный, талантливый, даровитый, одаренным, одаренных, одаренные