Λέξη: δίκαια
Σχετικές λέξεις: δίκαια
δίκαια έβρου, αθήνα-δίκαια, δίκαια κούπα του πυθαγόρα, δίκαια ή δίκαιη, δίκαια του ανθρώπου, καιρόσ δίκαια, δίκαιη κούπα, δίκαιη δίκη
Συνώνυμα: δίκαια
αρκετά, αρκούντως, δικαστικά
Μεταφράσεις: δίκαια
δίκαια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
equitably, fairly, fair, laws, the laws, equitable
δίκαια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
justamente, bastante, muy, relativamente, justa
δίκαια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ordentlich, gerechte, ziemlich, ehrlich, recht, relativ, fair, eher
δίκαια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
totalement, solidement, radicalement, entièrement, raisonnablement, honnêtement, équitablement, passablement, complètement, justement, absolument, assez, relativement, plutôt, équitable
δίκαια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbastanza, piuttosto, ragionevolmente, relativamente, equamente
δίκαια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
justo, razoavelmente, bastante, relativamente, justa, forma justa
δίκαια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tamelijk, eerlijk, vrij, redelijk, relatief
δίκαια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
совершенно, порядочно, довольно, сносно, беспристрастно, изрядно, справедливо, достаточно, фактически, объективно, явно, весьма, честно
δίκαια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nokså, ganske, relativt, forholdsvis, rettferdig
δίκαια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
någorlunda, ganska, tämligen, relativt, rättvist, rätt
δίκαια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varsin, sangen, kohtuullisesti, melko, suhteellisen, oikeudenmukaisesti, kohtalaisen
δίκαια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
temmelig, forholdsvis, ret, relativt, nogenlunde
δίκαια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úplně, rozumně, důkladně, spravedlivě, docela, poměrně, dosti, celkem
δίκαια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
słusznie, uczciwie, dość, rzetelnie, całkowicie, dosyć, sprawiedliwie, zupełnie, wyraźnie, całkiem
δίκαια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egészen, meglehetősen, elég, viszonylag, eléggé, tisztességesen
δίκαια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oldukça, adil, dürüstçe, epeyce
δίκαια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
достатньо, явно, доволі, неупереджено, справедливо, досить
δίκαια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjaft, mjaft të, mënyrë të drejtë, në mënyrë të drejtë, mjaft e
δίκαια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
справедливо, сравнително, честно, доста, достатъчно
δίκαια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даволі, досыць, дастаткова
δίκαια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
küllaltki, õiglaselt, ausalt, üsna, suhteliselt, võrdlemisi
δίκαια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prilično, fer, pravično, iskreno, sasvim, potpuno, pošteno, relativno, dosta, je prilično
δίκαια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heldur, nokkuð, frekar, tiltölulega, sæmilega, fremur
δίκαια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gana, pakankamai, teisingai, sąžiningai, visiškai
δίκαια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
godīgi, diezgan, samērā, taisnīgi, visai
δίκαια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доста, прилично, праведно, фер, релативно
δίκαια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
destul de, destul, corect, relativ, echitabil
δίκαια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dosti, dos, dokaj, precej, pravično, pošteno, razmeroma
δίκαια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spravodlivo, spravodlivým, spravodlivé, spravodlivého, primerane
Τυχαίες λέξεις