Λέξη: κόλλημα

Σχετικές λέξεις: κόλλημα

κόλλημα με πρώην, κόλλημα συνώνυμα, κόλλημα κινητήρα, κόλλημα σκύλων, κόλλημα χαλκού, κόλλημα προφυλακτήρα, κόλλημα υπολογιστή, κόλλημα iphone, κόλλημα αλουμινίου, κόλλημα ταπετσαρίας

Μεταφράσεις: κόλλημα

κόλλημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
soldering, gluing, sticking, stick, tack, bonding

κόλλημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
soldadura, encolado, pegado, de encolado, de pegado, pegar

κόλλημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lötend, löten, verlötend, Kleben, Klebe, Verklebung, Verleimung, Verkleben

κόλλημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soudage, soudure, collage, encollage, le collage, colle, de collage

κόλλημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incollaggio, incollatura, di incollaggio, incollatore, incollaggi

κόλλημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colagem, de colagem, colar, cola, colagem de

κόλλημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijmen, verlijming, verlijmen, het lijmen, te lijmen

κόλλημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
склеивание, склеивания, склейки, склейка, приклеивание

κόλλημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
liming, lime, limings, klebing

κόλλημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
limning, limnings, limningen, limma

κόλλημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liimaus, liimaamalla, liimauksen, liimausta, liimaus-

κόλλημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
limning, limningen, lime, klæbning, klæbesystem

κόλλημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pájení, spojování, lepení, lepením, klížení, lepící, slepení

κόλλημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klejenie, sklejanie, klejenia, przyklejanie, sklejania

κόλλημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ragasztás, ragasztási, ragasztással, ragasztása

κόλλημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapıştırma, tutkallama, yapışması, zamk

κόλλημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
паяння, склеювання, склеюванню

κόλλημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngjitje, ngjitja

κόλλημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лепене, залепване, слепване, залепване на, лепило

κόλλημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
склейванне

κόλλημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jootmine, liimimine, liimimise, liimimiseks, liimimisega, liimi

κόλλημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lemljenje, spajanje, lijepljenje, za lijepljenje, ljepljenje, lijepljenjem, lijepljenja

κόλλημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gluing

κόλλημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klijavimas, klijavimui, klijavimo, priklijuojant, klijuojant

κόλλημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līmēšanu, līmēšana, līmēšanas, aplīmēšana, pielīmējot

κόλλημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лепење, лепење на, лепење на некои места

κόλλημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lipire, lipirea, de lipire, încleiere, incleiere

κόλλημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lepljenje, lepljenjem, lepljenja, lepljenju, lepilni

κόλλημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lepenie, lepenia, lepení, lepeniu
Τυχαίες λέξεις