Способствовать στα ελληνικά
Μετάφραση: способствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισπεύδω, συνεισφέρω, ευνοώ, διευκολύνω, διεγείρω, χάρη, προωθώ, περαιτέρω, επιμελούμαι, υποβοηθώ, περιποιούμαι, μακρύτερος, παραπέρα, προάγω, ρουσφέτι, βοηθώ, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- агентство στα ελληνικά - υπηρεσία, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
- бант στα ελληνικά - φιόγκος, τόξο, κόμπος, πλώρη, πλώρης, φιόγκο, το τόξο
- выпилить στα ελληνικά - πριονίζω, πριόνι, είδα, κόψτε το, να τη διακόψουν
- доходить στα ελληνικά - φτάνω, έρχομαι, πηγαίνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Способствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισπεύδω, συνεισφέρω, ευνοώ, διευκολύνω, διεγείρω, χάρη, προωθώ, περαιτέρω, επιμελούμαι, υποβοηθώ, περιποιούμαι, μακρύτερος, παραπέρα, προάγω, ρουσφέτι, βοηθώ, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Μεταφράσεις: επισπεύδω, συνεισφέρω, ευνοώ, διευκολύνω, διεγείρω, χάρη, προωθώ, περαιτέρω, επιμελούμαι, υποβοηθώ, περιποιούμαι, μακρύτερος, παραπέρα, προάγω, ρουσφέτι, βοηθώ, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν