Λέξη: αποτυχία

Σχετικές λέξεις: αποτυχία

αποτυχία exit polls, αποτυχία λήψης πληροφοριών αποθετηρίου, αποτυχία των exit polls, αποτυχία ενημέρωσης (σφάλμα 7), αποτυχία στις πανελλαδικές, αποτυχία ασφαλούς σύνδεσης, αποτυχία ρύθμισης παραμέτρων των ενημερώσεων των windows 8, αποτυχία λόγω κάλυψης του προβλεπόμενου ποσοστού, αποτυχία ρύθμισης παραμέτρων των ενημερώσεων των windows, αποτυχία εξωσωματικής

Συνώνυμα: αποτυχία

ένδυμα, βόμβα μη εκραγείσα, πτώση, τζίφος, παράλειψη, βλάβη, πτώχευση, χρεοκοπία, ελαφρό ευθήνο αυτοκίνητο, φτηνό αυτοκίνητο, αστοχία, οπισθοδρόμηση, υποχώρηση, αναποδιά, υποτροπή, τοποθέτηση πρός τα οπίσω, έκπλυση, άμβλωση, έκτρωση, αποβολή, έκτρωμα, εξάμβλωμα, αποστασία, λιποταξία, αποσκίρτηση, αποβολή βρέφους, αποβολή εμβρύου

Μεταφράσεις: αποτυχία

αποτυχία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
failure, setback, failure of, failure to, failed

αποτυχία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fallo, quiebra, fracaso, falla, insuficiencia, el fracaso

αποτυχία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausfall, betriebsausfall, fehlschlag, erfolglosigkeit, Scheitern, Misserfolg, Versagen, Ausfall, Versäumnis

αποτυχία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accident, avatar, raté, privation, insuccès, fiasco, panne, échec, lésion, faillite, banqueroute, insuffisance, déconfiture, avarie, manquement, chute, défaillance, défaut

αποτυχία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fallimento, fiasco, insuccesso, guasto, mancata, insufficienza, mancato

αποτυχία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
falha, fiasco, fracassar, malogro, fracasso, insuficiência, falha de, falência

αποτυχία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afgang, sof, mislukking, fiasco, flop, echec, storing, het falen, falen, het niet

αποτυχία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отсутствие, провал, банкротство, отказ, небрежность, неудача, неудовлетворение, неспособность, пустоцвет, несостоятельность, крах, повреждение, банкрот, неудачник, недостаток, обрушение, недостаточность, сбой

αποτυχία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fiasko, svikt, feil

αποτυχία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
misslyckas, fel, misslyckande, inte, underlåtenhet

αποτυχία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erehdys, kato, epäonnistuminen, pettymys, vika, vajaatoiminta, epäonnistumisen, jättäminen

αποτυχία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bankerot, fiasko, svigt, manglende, ikke, fejl

αποτυχία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zanedbání, porucha, nezdar, výpadek, neúspěch, prohra, úpadek, nedostatek, poškození, selhání, výpadku

αποτυχία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niewidzenie, pechowiec, niewydolność, fiasko, nieskuteczność, bankructwo, nieopanowanie, awaryjność, niewypłacalność, wada, uchybienie, porażka, niedomoga, bezczynność, zaniedbanie, uszkodzenie, brak, niepowodzenie, zaniechanie, nie powiodła się

αποτυχία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
balsiker, megbukás, meghibásodás, leromlás, elmulasztás, kudarc, hiba, nem, elmulasztása, meghibásodása

αποτυχία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başarısızlık, yetmezliği, hatası, arızası, arıza

αποτυχία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нестача, зіпсуття, завалення, неспроможність, відмова, відмову, відмови

αποτυχία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dështim, dështimi, dështimi i, mos, dështimin

αποτυχία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неудача, банкрут, неуспех, провал, повреда, недостатъчност, неизпълнение

αποτυχία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адмова, адмову, адмаўленне

αποτυχία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äpardumine, hädavares, tõrge, ebaedu, rike, ebaõnnestumine, jätmise, rikke

αποτυχία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nestašica, pogreška, prestanak, neuspjeh, propust, neuspjeha, zatajenje, kvar

αποτυχία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bilun, tekst, mistök, bilun á

αποτυχία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bankrotas, nesėkmė, nepakankamumas, gedimas, nesugebėjimas, gedimo

αποτυχία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neveiksme, mazspēja, nespēja, mazspēju, neveiksmes

αποτυχία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неуспех, неуспехот, слабост, грешка, инсуфициенција

αποτυχία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
eşec, eșec, insuficiență, insuficienta, eșecul, esec

αποτυχία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neuspeh, odpoved, napaka, okvara, okvare

αποτυχία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nezdar, zlyhanie, zlyhania, zlyhaní, zlyhaniu, neplnenia

Στατιστικά δημοτικότητας: αποτυχία

Τυχαίες λέξεις