Срастить στα ελληνικά
Μετάφραση: срастить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαρώνω, πλέκω, συνενώνω, θρέφω, κατατάσσομαι, συνδέω, ράτσα, ενώνω, γεννοβολώ, αναπαράγω, srastit
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антиобледенитель στα ελληνικά - αποψύκτης, defroster, αποψύκτη, ξεπαγώματος, αποθάμβωσης
- безногий στα ελληνικά - footless, χωρίς πόδι, χωρίς πέλμα
- газировка στα ελληνικά - εξαερισμός, αερισμός, αερισμού, αερισμό, ο αερισμός
- докер στα ελληνικά - λιμενεργάτης, λιμενεργάτη, docker, τον λιμενεργάτη, λιμενεργάτη την
Τυχαίες λέξεις
Срастить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαρώνω, πλέκω, συνενώνω, θρέφω, κατατάσσομαι, συνδέω, ράτσα, ενώνω, γεννοβολώ, αναπαράγω, srastit
Μεταφράσεις: ζαρώνω, πλέκω, συνενώνω, θρέφω, κατατάσσομαι, συνδέω, ράτσα, ενώνω, γεννοβολώ, αναπαράγω, srastit