Срок στα ελληνικά
Μετάφραση: срок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καιρός, διορία, ημερομηνία, περίοδος, μέρα, βίος, φορά, ώρα, όρος, χουρμάς, ζωή, διάστημα, χρόνος, τρίμηνο, ισόβιος, ο όρος, τον όρο, η έννοια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бранчливый στα ελληνικά - φιλόνικος, καβγατζής, branchlivy
- вкрадчиво στα ελληνικά - suavely
- глубь στα ελληνικά - βάθος, βάθους, το βάθος, εμπεριστατωμένη, διεξοδική
- девушка-подросток στα ελληνικά - μπουμπούκι, πρωτοεμφανίζομαι, νεαρός, έφηβος, εφήβου, έφηβο, έφηβη
Τυχαίες λέξεις
Срок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καιρός, διορία, ημερομηνία, περίοδος, μέρα, βίος, φορά, ώρα, όρος, χουρμάς, ζωή, διάστημα, χρόνος, τρίμηνο, ισόβιος, ο όρος, τον όρο, η έννοια
Μεταφράσεις: καιρός, διορία, ημερομηνία, περίοδος, μέρα, βίος, φορά, ώρα, όρος, χουρμάς, ζωή, διάστημα, χρόνος, τρίμηνο, ισόβιος, ο όρος, τον όρο, η έννοια