Срывать στα ελληνικά
Μετάφραση: срывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απογοητεύω, σχίζω, κασμάς, αποτρέπω, ανατρέπω, κατεδαφίζω, δάκρυ, καταστρέφω, ματαιώνω, ενοχλώ, παρενοχλώ, επίπεδο, μαζεύω, σκίζω, συλλέγω, κρημνίζω, γκρεμίσουμε, γκρεμίσει, γκρεμίσουν, γκρεμιστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беркшир στα ελληνικά - Berkshire, μπέρκσαϊρ, της Berkshire, Μπερκσάιρ, η Berkshire
- вольноотпущенный στα ελληνικά - απελεύθεροι, απελεύθερους, οι απελεύθεροι, απελεύθερων, απελευθέρων
- господа στα ελληνικά - ποιότητα, κύριοι, συνάδελφοι, κυρίων, κύριοι συνάδελφοι, κύριοι βουλευτές
- гробовщик στα ελληνικά - εργολάβος κηδείων, επιχειρηματίας, νεκροθάφτη, κηδειών, νεκροθάφτης
Τυχαίες λέξεις
Срывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απογοητεύω, σχίζω, κασμάς, αποτρέπω, ανατρέπω, κατεδαφίζω, δάκρυ, καταστρέφω, ματαιώνω, ενοχλώ, παρενοχλώ, επίπεδο, μαζεύω, σκίζω, συλλέγω, κρημνίζω, γκρεμίσουμε, γκρεμίσει, γκρεμίσουν, γκρεμιστεί
Μεταφράσεις: απογοητεύω, σχίζω, κασμάς, αποτρέπω, ανατρέπω, κατεδαφίζω, δάκρυ, καταστρέφω, ματαιώνω, ενοχλώ, παρενοχλώ, επίπεδο, μαζεύω, σκίζω, συλλέγω, κρημνίζω, γκρεμίσουμε, γκρεμίσει, γκρεμίσουν, γκρεμιστεί