Стапливать στα ελληνικά
Μετάφραση: стапливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιτίλι, φυτίλι, λιώνω, staplivat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- афинянин στα ελληνικά - Αθηναίος, Αθηναϊκή, Αθηναϊκής, αθηναϊκό, αθηναϊκού
- глазировка στα ελληνικά - ζαχαροαλοιφή, πάγωμα, το πάγωμα, παγώνει, παγώματος
- душенька στα ελληνικά - αγάπη, αγάπη μου, Ντάρλινγκ, darling, η αγάπη
- дышать στα ελληνικά - αναπνέω, απορρέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Τυχαίες λέξεις
Стапливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιτίλι, φυτίλι, λιώνω, staplivat
Μεταφράσεις: φιτίλι, φυτίλι, λιώνω, staplivat