Старейшина στα ελληνικά

Μετάφραση: старейшина, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πατριάρχης, γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων
Старейшина στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • восьмушка στα ελληνικά - όγδοα, ογδόων, eighths, τρία όγδοα, συν τρία όγδοα
  • выводок στα ελληνικά - εκκολάπτομαι, τσούρμο, φωλιάζω, επώαση, άνοιγμα, πιάνω, επωάζω, ...
  • деготь στα ελληνικά - κλυδωνίζομαι, πίσσα, κατράμι, ναύτης, πίσσας, σε πίσσα, tar, ...
  • досада στα ελληνικά - όχληση, ενόχληση, ταράσσομαι, δυσαρέσκεια, δυσφορία, πικρία, μελαγχολώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Старейшина στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πατριάρχης, γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων