Старинный στα ελληνικά
Μετάφραση: старинный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρος, πρωτόγονος, αρχαιολόγος, γέρικος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- борется στα ελληνικά - την καταπολέμηση της, πάλης, μάχης, μάχες, καταπολέμηση
- взбудораживать στα ελληνικά - παρενοχλώ, μπελάς, φασαρία, ταλαιπωρία, ενοχλώ, προκαλεί, προκαλώντας, ...
- единокровный στα ελληνικά - συγγενής, ομομίκτες, ομομικτικό, όμαιμος
- зависть στα ελληνικά - μνησικακία, ζήλια, ζηλεύω, φθονώ, φθόνος, άχτι, αντικείμενο ζήλιας, ...
Τυχαίες λέξεις
Старинный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρος, πρωτόγονος, αρχαιολόγος, γέρικος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Μεταφράσεις: γέρος, πρωτόγονος, αρχαιολόγος, γέρικος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά