Αρχαιολόγος στα ρωσικά

Μετάφραση: αρχαιολόγος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
собиратель, антикварный, старинный, антиквар, археологический, археолог, археологом, археолога, археологи
Αρχαιολόγος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρχαιολόγος

αρχαιολόγος σπυρόπουλος, αρχαιολόγος θέσεις εργασίας, αρχαιολόγοσ καρκαβίτσασ, αρχαιολόγος ορισμός, αρχαιολόγος εργασία, αρχαιολόγος λεξικό γλώσσας ρωσικά, αρχαιολόγος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • αρχαιολογία στα ρωσικά - археология, археологии, археологию, археологией
  • αρχαιολογικός στα ρωσικά - археологический, археологические, археологических, археологическая, археологического
  • αρχαιότητα στα ρωσικά - древность, античность, давность, старина, древности, древностью
  • αρχηγός στα ρωσικά - глава, руководитель, дирижер, воевода, лидер, вождь, сухожилие, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρχαιολόγος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: собиратель, антикварный, старинный, антиквар, археологический, археолог, археологом, археолога, археологи