Старушка στα ελληνικά

Μετάφραση: старушка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γιαγιά, βαβά, κυρία, γριά, ηλικιωμένη γυναίκα, old γυναίκα, ηλικιωμένη γυναίκα που, γριά που
Старушка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бабахнуть στα ελληνικά - βροντώ, κρότος, βρόντος, γδούπος, babahnut
  • выронить στα ελληνικά - μειώνομαι, ρανίδα, σταγόνα, ας, αφήστε, αφήσει, επιτρέψτε, ...
  • горбун στα ελληνικά - καμπούρα, καμπούρης, καμπούρη, hunchback, Κουασιμόδου
  • грузчик στα ελληνικά - αχθοφόρος, σκάλα, φορτωτής, φορτωτή, loader, φόρτωσης, του φορτωτή
Τυχαίες λέξεις
Старушка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γιαγιά, βαβά, κυρία, γριά, ηλικιωμένη γυναίκα, old γυναίκα, ηλικιωμένη γυναίκα που, γριά που