Стенание στα ελληνικά

Μετάφραση: стенание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίξιμο, στριγγλίζω, στενάζω, μουγκρίζω, μουγκρητό, στενάζουν, στενάζει, που στενάζουν, στεναγμούς, βογκούν
Стенание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бабуся στα ελληνικά - βαβά, γιαγιά, Granny, γιαγιάς, της γιαγιάς, η γιαγιά
  • бортпроводница στα ελληνικά - οικοδέσποινα, επιστάτης, αεροδός, τροφοδότης, συνοδός, αεροσυνοδός
  • вклиниваться στα ελληνικά - σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός
  • дослушать στα ελληνικά - αφουγκράζομαι, ακούω, για να ακούσετε, να ακούσετε, να ακούσει, να ακούσουν, να ακούτε
Τυχαίες λέξεις
Стенание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίξιμο, στριγγλίζω, στενάζω, μουγκρίζω, μουγκρητό, στενάζουν, στενάζει, που στενάζουν, στεναγμούς, βογκούν