Стереть στα ελληνικά
Μετάφραση: стереть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαυγής, έξω, έκδηλος, εναργής, διαγράφω, ελευθερώνω, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίζετε, σκουπίστε το, σκουπίσετε, σκουπίστε τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анатомический στα ελληνικά - ανατομικός, ανατομική, ανατομικές, ανατομικά, ανατομικών
- благодушие στα ελληνικά - χιούμορ, αυταρέσκεια, εφησυχασμό, εφησυχασμού, εφησυχασμός, ο εφησυχασμός
- бурчать στα ελληνικά - μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν
- головой στα ελληνικά - κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι
Τυχαίες λέξεις
Стереть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαυγής, έξω, έκδηλος, εναργής, διαγράφω, ελευθερώνω, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίζετε, σκουπίστε το, σκουπίσετε, σκουπίστε τα
Μεταφράσεις: διαυγής, έξω, έκδηλος, εναργής, διαγράφω, ελευθερώνω, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίζετε, σκουπίστε το, σκουπίσετε, σκουπίστε τα