Стесненный στα ελληνικά

Μετάφραση: стесненный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφιχτός, άβολος, στενός, περιορίζεται, περιορίζονται, περιορισμούς, περιορισμένη, περιορισμένες
Стесненный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ангар στα ελληνικά - υπόστεγο για αεροπλάνα, υπόστεγο, υπόστεγου, υποστέγου, υπόστεγο αεροσκαφών
  • выпуклый στα ελληνικά - διαπρεπής, ευδιάκριτος, βολβός, διακεκριμένος, γλόμπος, αυταρχικός, κυρτός, ...
  • джингоизм στα ελληνικά - σωβινισμός, σωβινισμό, σοβινισμού, φιλοπόλεμος πολιτική
  • жонглер στα ελληνικά - ταχυδακτυλουργός, ζογκλέρ, Juggler, ταχυδακτυλουργό, ταχυδακτυλουργό που
Τυχαίες λέξεις
Стесненный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφιχτός, άβολος, στενός, περιορίζεται, περιορίζονται, περιορισμούς, περιορισμένη, περιορισμένες