Стеснительный στα ελληνικά
Μετάφραση: стеснительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεσταλμένος, ντροπαλός, άτολμος, διστακτικός, δειλός, σεμνότυφος, άβολος, σεμνός, ντροπαλό, ντροπαλή, ντροπαλοί, ντροπαλός για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амортизатор στα ελληνικά - υποτίμηση, προφυλακτήρας, ασπίδα, αμορτισέρ, απορρόφησης κραδασμών, μέσο απορρόφησης κραδασμών, αποσβεστήρα, ...
- брызнуть στα ελληνικά - άνοιξη, αναπηδώ, εκτινάσσομαι, πιτσιλίζω, πλατσουρίζω, πιτσιλάω, βουτιά, ...
- вагон-ресторан στα ελληνικά - γευματίζων, μικροεστιατόριο, δείπνο, τραπεζαρία, diner
- дрейфовать στα ελληνικά - κέλυφος, τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση
Τυχαίες λέξεις
Стеснительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεσταλμένος, ντροπαλός, άτολμος, διστακτικός, δειλός, σεμνότυφος, άβολος, σεμνός, ντροπαλό, ντροπαλή, ντροπαλοί, ντροπαλός για
Μεταφράσεις: συνεσταλμένος, ντροπαλός, άτολμος, διστακτικός, δειλός, σεμνότυφος, άβολος, σεμνός, ντροπαλό, ντροπαλή, ντροπαλοί, ντροπαλός για